Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Η Γκρέκα

"Μπορώ να κάνω κι άλλα παιδιά", είπε. «Γκρέκα είμαι γω». Κι άφησε το ίδιο της το παιδί αβοήθητο. Τη γλίτωσε, αλλά του κόψαν το χέρι. Έκανε κι άλλα παιδιά κι αγγόνια κι ήταν η αδιαμφισβήτητη αφέντρα του σπιτιού. Γυναίκα με ίσκιο βαρύ, διαχειριζόταν τα χρήματα που έφερνε στο σπίτι ο άντρας. Αυτή φρόντιζε να κρατά την οικογένεια μια γροθιά στα δύσκολα και τα εύκολα. Μα, ο μονόχειρας γιος της δεν της το συγχώρησε. Σκληρός και δύστροπος άνθρωπος, μάλωνε και κατέβαζε καντήλια για ψύλλου πήδημα. Αλλά ειδικά γι' αυτήν που αδιαφόρησε για τη ζωή και για το χέρι πού 'χασε επεφύλασσε ειδική μεταχείριση. Της αντιμιλούσε και την έβριζε πατόκορφα με την παραμικρή ευκαιρία, ενώ συχνά με το ένα γερό του χέρι βαρούσε μπουνιές που μέναν στους τσατμάδες. Γιατί το ένα χέρι του Τάκη ήταν γερό σα σίδερο. Οι άλλοι τον φοβόνταν ή απλά τον απέφευγαν. Όπως κι ένας ανηψιός του. Που τον σιχαινόταν γιατί μιλούσε έτσι στη Μάνα. Όταν η Μάνα πέθανε, ο μονόχειρας ηρέμησε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Θαρρείς πως μαζί με τη Μάνα έφυγε και το κρίμα που τον τυραννούσε.

Κάποια μέρα του είπε την ιστορία από την αρχή. Ο Τάκης -μικρό παιδί τότε- στη Βουλγαρική κατοχή, έπαιζε και χτύπησε άσχημα το χέρι του. Όταν πήγαν στο νοσοκομείο, οι αδίστακτοι κατακτητές εξήγησαν στη Μάνα πως κινδυνεύει όχι μόνο το χέρι, αλλά και η ζωή του παιδιού από γάγγραινα και απαίτησαν να βουλγαρογραφεί. Μα αυτή δεν το σκέφτηκε ούτε λεπτό. "Μπορώ να κάνω κι άλλα παιδιά", τους πέταξε στα μούτρα κι έφυγε. "Γκρέκα είμαι εγώ".

Το παιδί γλίτωσε, αλλά το 'χασε το χεράκι του κι έμεινε σακάτης για το υπόλοιπο του βίου. Περάσαν χρόνια κι ο Τάκης, αφού στο μεταξύ ηρέμησε, έδειχνε στον ανηψιό του τους βουλγαρογραμμένους νοικοκυραίους της Καβάλας κι αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατό η Μάνα που τον γέννησε να τον αφήσει σακάτη για ένα ΟΧΙ.

Νίκος Σπιτσέρης

1 σχόλιο:

  1. Ό,τι καλύτερο και σύντομα εύστοχο έχω διαβάσει τα τελευταία τριάντα χρόνια! Νά 'σαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή