Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Για μια ροζ σημαία

 

Η αποκαθήλωση του έργου της εικαστικού Γεωργίας Λαλέ από την έκθεσή της στο ελληνικό Γενικό Προξενείο της Νέα Υόρκης είναι λογοκρισία ατόφια. Καθαρή. Είναι δείγμα μακαρθικού τύπου δίωξης στον 21ο αιώνα. Μικρή σημασία έχει αν η επιλογή της κ. Λαλέ να δημιουργήσει μια παραλλαγή της ελληνικής σημαίας σε χρώμα ροζ και μάλιστα φτιαγμένη από κομμάτια σεντονιών που προέρχονται από ελληνικά σπίτια οι γυναίκες των οποίων έχουν ζήσει στο πετσί τους τη φρίκη της ενδοοικογενειακής βίας αρέσει ή δεν αρέσει. Αν κάποιους συγκινεί ή και κάποιους εξοργίζει. Όπως κάθε έργο τέχνης μπορεί να προκαλεί, να ανοίγει συζητήσεις και εντάσεις.

 

Αλλά η αποκαθήλωση του έργου και μάλιστα με εντολή της ηγεσίας του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών είναι μια επιλογή καθαρής λογοκρισίας στον 21ο αιώνα. Το χειρότερο είναι ότι αυτή η επιλογή επιβλήθηκε από τον αρχηγό της «Νίκης» Δημήτρη Νατσιό, ο οποίος υποχρέωσε τον κατά τα άλλα εκσυγχρονιστή υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη να συμμορφωθεί στα κελεύσματα των φανατικών. Φταρνίστηκε ο Νατσιός και πούντιασε η «πανίσχυρη» κυβέρνηση Μητσοτάκη.

 

Μια συζήτηση για το έργο αυτό καθεαυτό περιττεύει. Είναι ωστόσο χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι η συγκεκριμένη φόρμα, μια παραλλαγή ενός εθνικού συμβόλου, ακολουθείται συχνά από την κ. Λαλέ για να καυτηριάσει ή να σχολιάσει τα κακώς κείμενα. Το έχει επαναλάβει με τη σημαία των ΗΠΑ και τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να περάσει μηνύματα υπέρ της εξάλειψης της φτώχειας ή του στίγματος του καρκίνου με τον οποίο και η ίδια πάλεψε γενναία τα τελευταία χρόνια. Επίσης, είναι περιττό, αλλά χρήσιμο να γνωρίζουμε, ότι η Τζόρτζια Λαλέ είναι μια πρωτοποριακή καλλιτέχνιδα που μπορεί να ζει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν παραλείπει να εκφράζει συχνά πυκνά την αγάπη της για την Ελλάδα.

 

Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι το εν λόγω έργο λογοκρίθηκε με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης. Όπως βέβαιο είναι ότι όπως αποδείχθηκε εμφαντικά η πανίσχυρη κατά τα άλλα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη τρέμει την ακροδεξιά σε όλες τις εκφάνσεις της. Η παρέμβαση της Ντόρας Μπακογιάννη, που υπερασπιζόμενη τη στοιχειώδη λογική έσπευσε να καυτηριάσει το γεγονός έχει τη σημασία της, αλλά ίσως εντάσσεται στη γνωστή προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να πατάει «σταθερά» σε δυο βάρκες. Στη βάρκα του εκσυγχρονισμού από τη μια και της ακροδεξιάς από την άλλη. Έτσι που να ακολουθείται από τη μια η κοινή λογική στο ζήτημα της τροπολογίας για τη χορήγηση αδειών διαμονής σε παράνομους μετανάστες για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και από την άλλη ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς να την καταψηφίζει συντασσόμενος με τους βουλευτές της Νίκης, των Σπαρτιατών και της Ελληνικής Λύσης. Έτσι, που από τη μια να προωθείται ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης να επισείει την απειλή της παραίτησης εάν τεθεί ζήτημα κομματικής πειθαρχίας.

 

Κάθε επί της ουσίας συζήτηση για το αν το εθνικό σύμβολο προσβάλλεται από μια σύλληψη ενός καλλιτέχνη περιττεύει. Το εθνικό σύμβολο προσβάλλεται μόνο από όσους το χρησιμοποιούν σαν σημαία ευκαιρίας στο όνομα της πατρίδας. Η πατρίδα, όπως και η σημαία, ανήκουν εξίσου σε όλους μας και είναι βέβαιο ότι λεκιάζονται με πράξεις λογοκρισίας στον 21ο αιώνα, όταν η απόφαση λαμβάνεται στο όνομα του ελληνικού κράτους. Από μια κυβέρνηση που από τη μια φαίνεται και είναι πανίσχυρη με το 41% των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων, αλλά αποδεικνύεται φτερό στον άνεμο σε κάθε αντίδραση της ακροδεξιάς. Και αυτό ναι, είναι μείζον πολιτικό ζήτημα.

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

Η πιο σωστή απόφαση

 

«Η πιο σωστή απόφαση» είναι να δείτε αυτό το τελευταίο 3ήμερο το ομώνυμο έργο της Εύας Οικονόμου-Βαμβακά, που παρουσιάζεται στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου. Ένα νέο ζευγάρι, που υποδύονται η Δήμητρα Βήττα και ο Δημήτρης Δρόσος στη διάρκεια των 70 λεπτών που διαρκεί η παράσταση, γνωρίζονται, ερωτεύονται, αντιμετωπίζουν τα αδιέξοδα που βιώνει κάθε νέο ζευγάρι στις μέρες μας, ώσπου η γέννηση ενός παιδιού ανατρέπει τα πάντα.

 

Σπεύσατε. Πρόκειται για μια φρέσκια παράσταση, που ανατέμνει τα προβλήματα των νέων ζευγαριών του σήμερα, σε μια εποχή που τα δεδομένα και πρέπει του θεσμού της πυρηνικής οικογένειας δοκιμάζονται όσο ποτέ. Τίποτα δεν είναι και δεν πρέπει να θεωρείται σίγουρο. Η Εύα Οικονόμου-Βαμβακά παραδίδει ένα κείμενο κοφτό, τρυφερό, μα και τόσο σκληρό όσο η πραγματικότητα των συνομηλίκων της. Το συνέγραψε μετά από έρευνα που προηγήθηκε και επιβεβαίωσε όλους εκείνους τους λόγους, που εν τέλει ευθύνονται για το δημογραφικό πρόβλημα των προηγμένων δυτικών κοινωνιών.

 

Οι δυο πρωταγωνιστές, που μας παραδίδουν δυο δυνατές ερμηνείες, καταθέτουν την αλήθεια τους μέσα και έξω από το περιστρεφόμενο κουτί της καθημερινής συνθήκης, που δημιούργησε και φωτίζει για τις ανάγκες της παράστασης ο Βασίλης Αποστολάτος. Ο ρυθμός της παράστασης με τα «κλιπ» των στιγμών του χρόνου στα οποία εξελίσσεται είναι καταιγιστικός. Σε αυτά τα 70 λεπτά οι θεατές παρακολουθούν βήμα-βήμα την εξέλιξη μιας σχέσης δυο ανθρώπων, που αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή τη σχέση τους και να φέρουν στον κόσμο και ένα παιδί.

 

Το θέλουν, αλλά το ερώτημα είναι αν το μπορούν.

 

Η παράσταση έχει νεύρο, φρεσκάδα, λόγο σημερινό. Δείτε την. Ένα μπουκέτο νέων ανθρώπων καταθέτει την αλήθεια του για τα προβλήματα και τα αδιέξοδα μιας γενιάς, που προσπαθούμε να κατανοήσουμε όχι πάντα με επιτυχία.

 

Οι συντελεστές της παράστασης

 

Κείμενο & Σκηνοθεσία: Εύα Οικονόμου – Βαμβακά

 

Σχεδιασμός Σκηνικού & Φωτισμοί: Βασίλης Αποστολάτος

 

Ενδυματολογία: Ματίνα Μέγκλα

 

Πρωτότυπη Μουσική & Sound Design: Μάνος Πατεράκης

 

Επιμέλεια κίνησης: Φωτεινή Μελετιάδου

 

Βοηθός Σκηνοθέτη: Υψιπύλη Σοφιά

 

Κατασκευή σκηνικού: Γιώργος Μαστοράκης, Γιάννης Σταυρίδης, Κώστας Γαρουφαλίδης

 

Σχεδιασμός Αφίσας & Φωτογραφίες: Alex Cokka

 

Οργάνωση Παραγωγής: Ολυμπία Σουγκάρη.

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;

 

Τη δεκαετία του ’80 τα πολιτικά πάθη κουβαλούσαν ακόμα μνήμες βαμμένες στο αίμα του εμφυλίου, τις διώξεις του μετεμφυλιακού κράτους, τα ξερονήσια, τις φυλακές, τις εξορίες. Πληγές που είχαν ανοίξει πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον εθνικό διχασμό μεταξύ «εθνικοφρόνων» και Βενιζελικών, με το «εθνοπατριωτικό» άσμα «Τ’ αετού ο γιος…» να σημαδεύει μια ολόκληρη εποχή. Πρόκειται για το «άσμα» παραγγελιά από Χίτες στη Σωτηρία Μπέλλου, αμέσως μετά τον εμφύλιο, που οδήγησαν στην έκρηξή της, τη φυλάκισή της, την αντικατάστασή της στο πάλκο από τη Μαρίκα Νίνου. Μια αντιπαλότητα που κατέληξε με τον άγριο ξυλοδαρμό της Νίνου από την Μπέλλου, λίγα χρόνια αργότερα.

 

H ιστορία μας εκτυλίσσεται στα Λιμενάρια της Θάσου. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ήταν όπως αποδείχτηκε η μεγάλη τομή προκειμένου η μισή Ελλάδα που βρισκόταν έξω από τα πράγματα να μπει στο παιχνίδι της εξουσίας, αλλά ακόμα τα πνεύματα ήταν οξυμένα. Δεν υπήρχε πια το κράτος του χωροφύλακα, αλλά η ανάμνησή του που ήταν ακόμα έντονη. Οι δε διαφορές μεταξύ δεξιών και αριστερών συχνά «λύνονταν» με τις γροθιές. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είχε προηγηθεί, αλλά θυμάμαι καλά ότι η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Σοβούσε μια αντιπαράθεση, που κουβαλούσε και πολιτικές και προσωπικές διαφορές, όπως συνέβαινε εκείνα τα χρόνια. Η διεύθυνση του κοσμικού κέντρου στο οποίο εργαζόμουν ως μαθητής ακόμα, ο «Στελλάκης», αντιλήφθηκε εγκαίρως την παγίδα. Γι αυτό και ο αείμνηστος Γιάννης μάζεψε τους μουσικούς και τους ξεκαθάρισε πως δεν πρέπει να δεχθούν απολύτως καμμία παραγγελιά. Καμμία.

 

Αλλά «λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης» που θα έλεγε και μια ψυχή με λογοτεχνικές ανησυχίες, οι μουσικοί παράκουσαν. Οι παραγγελίες, όσο μίκραιναν οι ώρες πλήθυναν, το ίδιο και το αλκοόλ που έρρεε άφθονο και κάποια στιγμή κατά τις 2 τα ξημερώματα αν καλά θυμάμαι, έγινε αυτό που φοβόταν ο Γιάννης. Μια παρέα «εθνικοφρόνων» έδωσε παραγγελιά το «άσμα» «Τ’ αετού ο γιος». Μάλιστα, σηκώθηκαν και άρχισαν τον χορό. Λεπτό δεν πέρασε. Η αντίπαλη παρέα δεν άφησε αναπάντητη την πρόκληση. Όρμησε στην πίστα. Οι ψυχραιμότεροι έσπευσαν να τους χωρίσουν, έπεσαν και κάτι ψιλές και μετά από μερικά λεπτά το περιστατικό έληξε. Έληξε μεν, αλλά η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Λίγα λεπτά μετά από τη διακοπή του προγράμματος, οι μουσικοί πήραν πάλι στις θέσεις τους και ο τραγουδιστής, που δεχόταν τις παραγγελιές ανέβηκε στο πάλκο και εμφανώς τρακαρισμένος επιχείρησε να δώσει συνέχεια σε μια βραδιά που ουσιαστικά είχε ήδη τελειώσει.

 

Tι τραγούδι όμως να πει; Οπότε ρωτάει τους θαμώνες τι να πει και κάποιος από κάτω ζήτησε το «Σ’ αγαπάω μ’ ακούς» τον ύμνο της εποχής. Ο τραγουδιστής γελάει αμήχανα. Η ορχήστρα ξεκινά. Ο αοιδός αρχίζει να τραγουδά με πάθος τους στίχους του κουπλέ, που είχε κάνει φίρμα τον Γιώργο Σαλαμπάση:

 

Κλαίνε τα μάτια μου

 

Κι είναι τα βράδια μου

 

Φωτιά που με καίνε

 

Πιοτό στο ποτήρι μου

 

Kαι τα δυο χείλη μου

 

Φωνάζουν και λένε.

 

Οι στίχοι του άσματος άναψαν το φυτίλι. Όταν άρχισε το ρεφρέν και ακούστηκαν τα δυο πρώτα «Σ’ αγαπάω μ’ ακούς», ένα άδειο μπουκάλι «Δεμέστιχα» εκσφενδονίστηκε στην πίστα. Ήταν το σύνθημα. Αμέσως μετά, μια καταιγίδα άδειων μπουκαλιών από κάθε σημείο του μαγαζιού κατέληξαν στην πίστα, δίνοντας οριστικό τέλος στη βραδιά.

 

Νίκος Σπιτσέρης

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Για ένα τρύπιο πιθάρι

 

Είναι μύθος το πιθάρι των Δαναϊδών. Οι κόρες του Δαναού μπορεί στην αρχή όντως να μαρτύρησαν προσπαθώντας να γεμίσουν το τρύπιο πιθάρι, αλλά με τον καιρό συνήθισαν. Και όχι μόνο. Έχοντας δεδομένο το τρύπιο του πιθαριού βολεύτηκαν μια χαρά με την έλλειψη στόχου. Δεν υπήρχε πια λόγος βιασύνης και άγχους περισσού. Όταν ξέρεις ότι το πιθάρι δεν γεμίζει, δεν βιάζεσαι. Δεν θέτεις στόχους. Δεν αντιμετωπίζεις διλήμματα, προβλήματα, αδιέξοδα. Όλα βαίνουν καλώς και ομαλώς.

Κάποτε η θεϊκή κατάρα άρθηκε. Ο τρύπιος πάτος αντικαταστάθηκε. Το πιθάρι σύντομα γέμισε. Η χαρά όμως δεν κράτησε. Γιατί ναι μεν το πιθάρι επιτέλους γέμισε, αλλά η νέα πραγματικότητα έφερε προβλήματα που οι κόρες του Δαναού ούτε περίμεναν, ούτε εν τέλει ήθελαν ή ήταν σε θέση να διαχειριστούν. Το πρώτο ήταν ο στόχος του γεμίσματος του πιθαριού, που όσο και να το κάνεις προκαλούσε άγχος. Σύντομα ήρθαν ενώπιον μιας νέας πολυσύνθετης πραγματικότητας. Πού θα πάνε τα νερά; Πώς πρέπει να διατεθούν; Σε ποιες χρήσεις; Με ποια προτεραιότητα; Η χαρά της πλήρωσης του πιθαριού ακυρώθηκε από τις πρωτόφαντες ευθύνες «της πρώτης φοράς» του πιθαριού.

Ουδείς γνωρίζει πότε οι κόρες του Δαναού ξανάνοιξαν τις τρύπες. Πότε εν τέλει αποφασίστηκε. Πώς μεθοδεύτηκε. Αλλά ο «τετρημένος πίθος» επανήλθε στην προτεραία κατάσταση και μάλιστα με περισσότερες τρύπες για σιγουριά και ουδείς πλέον είχε τον πονοκέφαλο των ευθυνών που συνεπάγεται το γεμάτο πιθάρι. Έτσι ξαφνικά εξέλιπεν ο νταλκάς της διάθεσης του πλεονάζοντος ύδατος, με στόχους συγκεκριμένους και απτούς. Οπότε οι κόρες του Δαναού απαλλαγμένες πια από το άγχος ανέλαβαν με περισσή χαρά τα παλιά καθήκοντα. Ξανάρχισαν να γεμίζουν εις μάτην τον «τετριμμένον πίθον» με τη βεβαιότητα αυτού που γνωρίζει πως δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει αδιέξοδα με την πλήρωση του πιθαριού και τη διάθεση του πλεονάζοντος ύδατος.

                                                                                         Καβάλα 24/11/2023

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Ο Καρράς της Καβάλας


 

Ο θάνατος, η δεύτερη κορυφαία στιγμή κάθε ανθρώπου μετά τη γέννησή του, είναι και λογαριασμός. Είναι αφορμή για ταμείο. Και το ταμείο στην περίπτωση του Γιάννη Καρρά είναι πλούσιο. Όχι σε ρευστό. Αλλά σε θύμησες, σε στιγμές, που με αφορμή τον θάνατό του ώθησαν πολλούς από χθες να πουν έναν καλό λόγο για τον Γιάννη. Τον ξεχωριστό Γιάννη Καρρά, που έγραψε τη δική του ιστορία στην Καβάλα. Αυτό που έκανε ξεχωριστό τον Γιάννη δεν ήταν ούτε τα μαγαζιά-σημεία αναφοράς στη διασκέδαση της Καβάλας τα τελευταία πολλά χρόνια, ούτε οι εκπομπές στο ραδιόφωνο. Ήταν ένα πάθος για τη ζωή και για τους ανθρώπους. Γιατί ο Καρράς αγάπησε με πάθος ό,τι έκανε στη ζωή του.

Όπως σωστά επισημάνθηκε, ο Καρράς πριν μπει στη διασκέδαση υπήρξε ενδεχομένως ο καλύτερος πωλητής παπουτσιών της Καβάλας. Τότε που τόλμησε να ανοίξει μαγαζί πώλησης υποδημάτων, τα «υποδήματα Μοσχούτης» ψηλά στην Ομονοίας, δίπλα στον ιστορικό «Κούλη», συμβάλλοντας στην επέκταση της Καβαλιώτικης αγοράς προς τον Αγιο Παύλο. Όπως με περίσσια ικανοποίηση και εκείνο το μοναδικό πλατύ χαμόγελο συνήθιζε να λέει σε φίλους εκείνη την περίοδο «όλοι με φωνάζουν Γιάννη Μοσχούτη». Πριν από αυτό, εργάστηκε ως υπάλληλος στο κατάστημα παιχνιδιών στην Αθήνα «Παγκόσμιος Αγορά». Τότε κέρδισε το προσωνύμιο «Γιάννης ο Παγκόσμιος». Μετά από αυτά, ήρθε η ώρα να μπει στον χώρο της εστίασης. Τότε έγινε ο Καρράς όλης της Καβάλας.

Με το πηγαίο χαμόγελό του κατάφερε να συνομιλεί στον ενικό με όλες τις ηλικίες. Ήταν ο Γιάννης όλων. Το «μυστικό» αυτής της πορείας ήταν τελικά ο συνδυασμός του πηγαίου χαμόγελου και της «αλήθειας» του. Ο Γιάννης Καρράς μπορεί και να ξοδευόταν ενίοτε μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, αλλά δεν έπαυε στιγμή να παθιάζεται ολόψυχα με ό,τι έκανε και γι αυτό ό,τι έκανε το έκανε με επιτυχία. Όταν πουλούσε παιχνίδια το έκανε με τον ενθουσιασμό του πιτσιρικά που τρελαίνεται για κάθε παιχνίδι, για κάθε σελοφάν, για κάθε ζαβολιά. Όταν πουλούσε παπούτσια από την έφηβη στην οποία πρότεινε τα πρώτα ψηλοτάκουνα, μέχρι τη γιαγιά που ζητούσε ένα ζευγάρι για να ξεκουράσει τα κουρασμένα πόδια της, ενδιαφερόταν αληθινά. Όχι απλά για να πουλήσει, αλλά για να εξυπηρετήσει τον πελάτη με περίσσευμα ψυχής. Γι’ αυτό και πουλούσε αδιάκοπα.

Όταν πιο ώριμος πια, μπήκε στον χώρο της εστίασης, έγινε ο Γιάννης της Καβάλας. Πίσω από τον πάγκο και τα ντεκ έπαιρνε φόρα και γινόταν έφηβος, φίλος, σύμβουλος, φιλόσοφος. Ό,τι απαιτούσε η περίσταση. Κατάφερνε να ενθουσιαστεί με κάθε τραγούδι, με κάθε συνήθεια πότη, με παρέες πέρα για πέρα ετερόκλητες. Ο συνδετικός κρίκος ήταν το πλατύ χαμόγελο και η αληθινή έγνοια για τον πλησίον. Ο Γιάννης Καρράς αγάπησε πολύ και τους ανθρώπους και την Καβάλα και αυτοί του το ανταπέδωσαν.

Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Το βιβλίο των Βιβλίων



«Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» του Νίκου Μπακουνάκη

Η προσωπική περιπέτεια του Νίκου Μπακουνάκη ως διευθυντή του πρώτου ενθέτου για βιβλία στο ελληνικό Τύπο με τίτλο «Βιβλία» στο «Βήμα» είναι ένα συναρπαστικό αφήγημα για κάθε βιβλιόφιλο. Ο δημοσιογράφος και πανεπιστημιακός, βραβευμένος με κρατικό βραβείο και βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ», περιγράφει την εκδοτική πολιτική του λογοτεχνικού ενθέτου σε τρεις ενότητες: Στην πρώτη παρουσιάζει τη δική του εμπλοκή με το βιβλίο και τη δημοσιογραφία, στη δεύτερη αναφέρεται στον Χρήστο Λαμπράκη, τον εκδότη-διανοούμενο που σφράγισε  με τη δράση του τη δημοσιογραφία και την πολιτική στην Ελλάδα τον 20ο αιώνα και στην τρίτη στην πολιτική του ενθέτου. 

Από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία τα βιώματα του συγγραφέα και η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να θυμηθεί ή να γνωρίσει την εποχή των προσφορών των ελληνικών εφημερίδων τη δεκαετία του 1990, που οδήγησαν στην αυτοαπαξίωσή τους με ξυστά και κουπόνια για αγορές σε σούπερ μάρκετ, να περιηγηθεί σε τόπους που γράφτηκε η ιστορία του ελληνικού Τύπου, αλλά και του ελληνικού βιβλίου, καθώς και να «ταξιδέψει» σε σημεία αναφοράς σε όλο τον κόσμο, με εμφατικό παράδειγμα την εξαιρετική περιγραφή του νέου υπερσύγχρονου κτιρίου των New York Times. Σε όλη ετούτη τη συναρπαστική διαδρομή, ο Νίκος Μπακουνάκης αναφέρεται πολύ συχνά σε βιβλία, σε ιστορικούς εκδότες, στην ανυπαρξία πολιτικής βιβλίου στη χώρα, δίνοντας αφορμές στον αναγνώστη να αναζητήσει τίτλους βιβλίων που μπορεί να τον ενδιαφέρουν. Αλλά και να γίνει κοινωνός πολλών ανέκδοτων περιστατικών με πρωταγωνιστές συγγραφείς και διανοούμενους, που συμμετείχαν στο εγχείρημα του ενθέτου.

Μια συναρπαστική αφήγηση από έναν εξαιρετικό storyteller,  που με ένα ποτήρι λευκό κρασί στο χέρι και συνοδεία γεύσεων από το Παρίσι και την Αθήνα και το λεπτό υποδόριο χιούμορ περιγράφει με ενάργεια και πικρία και την υπαρξιακή κρίση του ελληνικού Τύπου, αλλά και την φτήνια και την ξετσιπωσιά με την οποία αντιμετωπίστηκε το βιβλίο σε τούτη τη χώρα από πολιτικές ηγεσίες, που ουδεμία σχέση είχαν ή ήθελαν να έχουν με το αντικείμενο.

Νίκος Σπιτσέρης

Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

Γράμμα στον Νεστορίδη

 

Παναγιώτη.

Έχουν περάσει πια και οι 100 μέρες κατά πώς συνηθίζεται στην πολιτική, από τότε που πέθανες, αλλά ακόμα δυσκολεύομαι να σε αποχαιρετήσω. Ξέρεις καλά πως ακόμα και τώρα είναι φορές που θέλω να σε καλέσω στο τηλέφωνο να τα πούμε για την επικαιρότητα, την Αριστερά, τη δουλειά μας. Άλλωστε, μέχρι το τέλος εργαζόσουν για ένα ακόμα καινοτόμο βήμα που θα κάναμε και πάλι μαζί. Δεν προκάναμε. Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ από το ταξίδι μιας ζωής. Ας ξεκινήσω από τα βασικά. Παναγιώτη, ήσουν «από καλά στημόνια άνθρωπος», σύμφωνα με τον εξαιρετικό τρόπο που το έθεσε ένας κοινός γνωστός. Ή όπως σωστά το έθεσε μια καλή συνάδελφος «όλοι χρωστάμε στον Παναγιώτη». Ναι φίλε. Σου χρωστάμε γιατί στη θητεία σου στον ΕΔΟΕΑΠ υπερασπίστηκες με το πάθος, την παρρησία, αλλά και την ικανότητα που σε χαρακτήριζε όλες τις υποθέσεις των συναδέλφων. Σου χρωστάμε γιατί είχες πάντα διαθέσιμο εκείνο το υπέροχο χαμόγελο και την έγνοια για όλο τον κόσμο. Σου χρωστάμε γιατί στη μακρά ενασχόλησή σου με τα συνδικαλιστικά του κλάδου σε αυτή την πρωτοφανή συγκυρία ήσουν πάντα στην πρώτη γραμμή με ιδέες, προτάσεις, αλλά και πολλή δουλειά. Σου χρωστάμε για όσα πρόσφερες στον χώρο με τη θητεία σου στη θέση του προέδρου στη ΔΕΠΘΕ σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς. Ορφανέψαμε και ήδη μας λείπει η σοφία σου. Ο αναλυτικός διαλεκτικός τρόπος που προσέγγιζες τα προβλήματα. Το «θηλυκό μυαλό» σου, που δεν σταματούσε στιγμή να παράγει πολιτική.

Ήσουν ον πολιτικό από τα γεννοφάσκια σου, ταγμένος στην υπόθεση της Αριστεράς από τα μαθητικά σου χρόνια, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στις συνεργασίες, αλλά και στον στόχο μιας Αριστεράς κυβερνώσας. Μιας Αριστεράς που δεν βολεύεται στην «καθαρότητα» θέσεων που δεν τολμούν να δοκιμαστούν σε κυβερνητικό επίπεδο. Αλλά μιας Αριστεράς έτοιμης ανά πάσα στιγμή να «βρωμίσει τα χέρια της» όχι για την εξουσία ως αυτοσκοπό, αλλά για μια εξουσία με στόχο μια καλύτερη κοινωνία. Αυτό επιχείρησες όταν αποφάσισες να θέσεις υποψηφιότητα με το ΠΑΣΟΚ το 2007. Αυτό ήταν το ζητούμενο στον αγώνα σου μέσω του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την ύστατη στιγμή. Κι ας σε πίκραναν όσοι δεν ήταν σε θέση να σε καταλάβουν. Χαμογελούσες και προχωρούσες, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν ήσουν πάντα έτοιμος να συγκρουστείς για τις ιδέες σου.

Τι να πρωτοθυμηθώ ρε Παναγιώτη; Τα επικά ξενύχτια μέχρι πρωίας με κείνες τις ατέλειωτες συζητήσεις για τα χρόνια της ΚΝΕ και του ΚΚΕ; Εκείνη τη βραδιά που γυρίσαμε με τη Σμαρώ μεσάνυχτα από τη Ρώμη και πήγαμε στο «Μινουί» στην Καμάρα και συνεχίσαμε μέχρι το ξημέρωμα; Εκείνη την «τρελή βραδιά» με τον Ψαραντώνη στο «Παλιό Ωδείο»;

Έφυγες και τα κανόνισες όλα. Οργανωτικός μέχρι το τέλος. Αλλά ρε φίλε αυτό το υπέροχο ζεστό χαμόγελό σου το πήρες για πάντα μαζί σου. Μας άφησες με τις θύμισες. Την Έφη. Τη Δώρα. Τη Φωτεινή.

Εγώ θα θυμάμαι για πάντα έναν σπουδαίο άνθρωπο, που πολύ αγάπησε τη ζωή. Τον εξαιρετικό δημοσιογράφο και τον σπουδαίο γραφιά, που ήξερε όχι μονάχα να γράφει υπέροχα, αλλά και να αναγνωρίζει, να ενθαρρύνει και να αναδεικνύει νέους συναδέλφους μέχρι το τέλος. Τον καλύτερο φίλο που είχα ποτέ. Το θηλυκό μυαλό που σκεφτόταν διαρκώς σε δύο άξονες: Την πολιτική και τον άνθρωπο. Ή μάλλον σε έναν: Την πολιτική για τον άνθρωπο.

Παναγιώτη σε χαιρετώ με στίχους του Μάνου Ελευθερίου: «Και πήρες του καιρού τ' αλφαβητάρι/και της αγάπης λόγια φυλαχτό,/για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι/και πήρες την ελπίδα και τη χάρη,/ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό/με την ελπίδα μόνο και τη χάρη...».

Νίκος Σπιτσέρης