Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;

 

Τη δεκαετία του ’80 τα πολιτικά πάθη κουβαλούσαν ακόμα μνήμες βαμμένες στο αίμα του εμφυλίου, τις διώξεις του μετεμφυλιακού κράτους, τα ξερονήσια, τις φυλακές, τις εξορίες. Πληγές που είχαν ανοίξει πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον εθνικό διχασμό μεταξύ «εθνικοφρόνων» και Βενιζελικών, με το «εθνοπατριωτικό» άσμα «Τ’ αετού ο γιος…» να σημαδεύει μια ολόκληρη εποχή. Πρόκειται για το «άσμα» παραγγελιά από Χίτες στη Σωτηρία Μπέλλου, αμέσως μετά τον εμφύλιο, που οδήγησαν στην έκρηξή της, τη φυλάκισή της, την αντικατάστασή της στο πάλκο από τη Μαρίκα Νίνου. Μια αντιπαλότητα που κατέληξε με τον άγριο ξυλοδαρμό της Νίνου από την Μπέλλου, λίγα χρόνια αργότερα.

 

H ιστορία μας εκτυλίσσεται στα Λιμενάρια της Θάσου. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ήταν όπως αποδείχτηκε η μεγάλη τομή προκειμένου η μισή Ελλάδα που βρισκόταν έξω από τα πράγματα να μπει στο παιχνίδι της εξουσίας, αλλά ακόμα τα πνεύματα ήταν οξυμένα. Δεν υπήρχε πια το κράτος του χωροφύλακα, αλλά η ανάμνησή του που ήταν ακόμα έντονη. Οι δε διαφορές μεταξύ δεξιών και αριστερών συχνά «λύνονταν» με τις γροθιές. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είχε προηγηθεί, αλλά θυμάμαι καλά ότι η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Σοβούσε μια αντιπαράθεση, που κουβαλούσε και πολιτικές και προσωπικές διαφορές, όπως συνέβαινε εκείνα τα χρόνια. Η διεύθυνση του κοσμικού κέντρου στο οποίο εργαζόμουν ως μαθητής ακόμα, ο «Στελλάκης», αντιλήφθηκε εγκαίρως την παγίδα. Γι αυτό και ο αείμνηστος Γιάννης μάζεψε τους μουσικούς και τους ξεκαθάρισε πως δεν πρέπει να δεχθούν απολύτως καμμία παραγγελιά. Καμμία.

 

Αλλά «λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης» που θα έλεγε και μια ψυχή με λογοτεχνικές ανησυχίες, οι μουσικοί παράκουσαν. Οι παραγγελίες, όσο μίκραιναν οι ώρες πλήθυναν, το ίδιο και το αλκοόλ που έρρεε άφθονο και κάποια στιγμή κατά τις 2 τα ξημερώματα αν καλά θυμάμαι, έγινε αυτό που φοβόταν ο Γιάννης. Μια παρέα «εθνικοφρόνων» έδωσε παραγγελιά το «άσμα» «Τ’ αετού ο γιος». Μάλιστα, σηκώθηκαν και άρχισαν τον χορό. Λεπτό δεν πέρασε. Η αντίπαλη παρέα δεν άφησε αναπάντητη την πρόκληση. Όρμησε στην πίστα. Οι ψυχραιμότεροι έσπευσαν να τους χωρίσουν, έπεσαν και κάτι ψιλές και μετά από μερικά λεπτά το περιστατικό έληξε. Έληξε μεν, αλλά η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Λίγα λεπτά μετά από τη διακοπή του προγράμματος, οι μουσικοί πήραν πάλι στις θέσεις τους και ο τραγουδιστής, που δεχόταν τις παραγγελιές ανέβηκε στο πάλκο και εμφανώς τρακαρισμένος επιχείρησε να δώσει συνέχεια σε μια βραδιά που ουσιαστικά είχε ήδη τελειώσει.

 

Tι τραγούδι όμως να πει; Οπότε ρωτάει τους θαμώνες τι να πει και κάποιος από κάτω ζήτησε το «Σ’ αγαπάω μ’ ακούς» τον ύμνο της εποχής. Ο τραγουδιστής γελάει αμήχανα. Η ορχήστρα ξεκινά. Ο αοιδός αρχίζει να τραγουδά με πάθος τους στίχους του κουπλέ, που είχε κάνει φίρμα τον Γιώργο Σαλαμπάση:

 

Κλαίνε τα μάτια μου

 

Κι είναι τα βράδια μου

 

Φωτιά που με καίνε

 

Πιοτό στο ποτήρι μου

 

Kαι τα δυο χείλη μου

 

Φωνάζουν και λένε.

 

Οι στίχοι του άσματος άναψαν το φυτίλι. Όταν άρχισε το ρεφρέν και ακούστηκαν τα δυο πρώτα «Σ’ αγαπάω μ’ ακούς», ένα άδειο μπουκάλι «Δεμέστιχα» εκσφενδονίστηκε στην πίστα. Ήταν το σύνθημα. Αμέσως μετά, μια καταιγίδα άδειων μπουκαλιών από κάθε σημείο του μαγαζιού κατέληξαν στην πίστα, δίνοντας οριστικό τέλος στη βραδιά.

 

Νίκος Σπιτσέρης

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου