Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Χορεύουμε;


Άλλοι απαντούν στην κρίση με αυτοκτονίες. Άλλοι με ένα μίγμα εθνικισμού και μισαλλοδοξίας. Μα, οι «χορευτές του δρόμου» που θα χορέψουν αύριο το απόγευμα στο Πάρκο Φαλήρου δίνουν τη δική τους απάντηση. Ξέρουν καλά ότι ο χορός δεν αρκεί για να αλλάξουν τον κόσμο. Ξέρουν επίσης καλά ότι η δυστυχία που σεργιανάει στους δρόμους, συνέπεια ετούτης της εκτρωματικής ευρωπαϊκής πολιτικής που επιβάλλουν οι κόρακες του νεοφιλελευθερισμού, δεν αντιμετωπίζεται με κουτιά γάλακτος εβαπορέ, μακαρόνια και ρύζι. Αλλά αύριο το απόγευμα από τις 7 μέχρι τις 11.30 το βράδυ είναι αποφασισμένοι να κάνουν αυτό που καλά γνωρίζουν στο πάρκο Φαλήρου, καλώντας τους Καβαλιώτες να συμμετέχουν δείχνοντας στην πράξη αλληλεγγύη. Όχι, ετούτο το πάρτυ δεν έχει τίποτα κοινό με τις φιλανθρωπικές βραδιές των κυριών της καλής κοινωνίας. Η πρόσκληση δεν απευθύνεται προσωπικά στα φιλάνθρωπα αισθήματα της τάδε οικογενείας, που μπορεί παραλλήλως να ισοπεδώνει εργασιακά δικαιώματα, να οικονομάει από τοκογλυφικές δραστηριότητες και να αναλαμβάνει δυνάμεις στα σαλέ της Ελβετίας, δικαιωμένη για το φιλάνθρωπο προσωπείο της.

Απευθύνεται σε όσους σε τούτο τον χαλασμό αρνούνται να παραδώσουν την ανθρωπιά τους. Ελάτε, λένε. Ελάτε και φέρτε μαζί σας ό,τι μπορείτε. Ένα πακέτο μακαρόνια, ικανά να χορτάσουν μια τετραμελή οικογένεια ένα μεσημέρι. Πέντε κουτιά γάλα, που μπορούν να χαρίσουν το χαμόγελο σε ένα παιδάκι για λίγες έστω μέρες. Αλλά το σημαντικότερο δεν είναι ούτε το γάλα, ούτε η ξηρά τροφή. Είναι η ανθρωπιά. Η αλληλεγγύη. Αυτό το χέρι που μας καλούν να τείνουμε προς τον πλησίον μέσα σε τούτο τον χαλασμό.

Οι «χορευτές του δρόμου» δεν έχουν πολλά να πουν. Δεν είναι δουλειά τους οι προγραμματικές διακηρύξεις. Σπεύδουν όμως να ξεκαθαρίσουν ότι ουδεμία σχέση έχουν με το ανερχόμενο και εξαιρετικά επικίνδυνο φαινόμενο του εθνικισμού, που σηκώνει κεφάλι σε όλη την Ευρώπη. Οι χορευτές του δρόμου δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών. Άλλωστε, και αυτοί διαθέτουν στις τάξεις τους μέλη από τις όμορες βαλκανικές χώρες. Χορεύουν κόντρα στη φτώχεια και την ανέχεια. Κόντρα στη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό. Το μήνυμα που απευθύνουν είναι απαλλαγμένο από ανούσιους βερμπαλισμούς και βαρύγδουπες διακηρύξεις. Είναι φιλοσοφημένο στην απλότητά του. Θα μπορούσε να έχει τον εξής γενικό τίτλο: Χορεύουμε;

Νίκος Σπιτσέρης

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Για τον Δημήτρη Έξαρχο


Ήταν γύρω στα 20 χρόνια πριν. Οι νεοέλληνες είχαν ριχτεί με τα μούτρα στην κατάκτηση των στόχων που επέβαλε το «λάιφ στάιλ» της εποχής. Λεφτά, γκόμενες και βόλεμα πάση θυσία. ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. που εναλλάσσονταν στην εξουσία συγκέντρωναν αθροιστικά γύρω στο 80% του εκλογικού σώματος και τούτο δεν ήταν ζήτημα ιδεολογικής ή πολιτικής ηγεμονίας. Γύρω από τους δύο πόλους εξουσίας συγκεντρώνονταν δυο ετερόκλητα μωσαϊκά, ανθρώπων πλούσιων, μεσαίων ή και φτωχών, που κατά κύριο λόγο επεδίωκαν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους με την στενότερη έννοια του όρου. Οι μεγαλοεργολάβοι που συνεργάζονταν με το δημόσιο απέβλεπαν στη νομή των μεγάλων δημοσίων έργων. Οι μικρότεροι σε πάσης φύσεως διευκολύνσεις. Οι αριβίστες της πολιτικής στρατεύονταν με τον ένα ή τον άλλο πόλο με σκοπό την ανέλιξή τους σε εξουσιαστικούς θώκους και οι φτωχότεροι έδιναν τα πάντα για έναν διορισμό στο δημόσιο. Για να βολευτεί το παιδί και να πάψει να παιδεύεται.

Εκείνη την εποχή γνωρίσαμε στην «Ε» τον Δημήτρη Έξαρχο, τον θεατρικό σκηνοθέτη που άφησε προχθές την τελευταία του πνοή στα 57 του χρόνια. Ήρθε στα γραφεία της «Ε» με έναν στόχο: Να βοηθήσει στη συγκέντρωση των σημειωμάτων του εκλιπόντος λυκειάρχη Χαράλαμπου Λαλένη για την αναβίωση του Φεστιβάλ Φιλίππων. Είχε έρθει για παραστάσεις στο Φεστιβάλ Φιλίππων, είδε τα δημοσιεύματα στην "Ε", ένα την εβδομάδα, στα οποία ο Λαλένης κατέγραφε την τιτάνια προσπάθεια αναβίωσης του Φεστιβάλ όπως την έζησε ο ίδιος (παρακινούμενος από τον Γ. Χλώρο) και σκέφτηκε ότι αυτός ο «θησαυρός» πρέπει να μη χαθεί. Ήρθε και ξανάρθε, συγκέντρωσε όλα τα δημοσιεύματα και συνέβαλε καταλυτικά στην έκδοση του τόμου «Εορταί Φιλίππων Θάσου».

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1999 στην Κρήτη, οδηγώντας τη μοτοσικλέτα του, προσπάθησε να αποφύγει έναν πεζό και έπεσε κτυπώντας στο κεφάλι. Το κτύπημα τον άφησε παράλυτο, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να περπατήσει ξανά και να μιλά με δυσκολία. Πέρασε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του στο Άσυλο Ανιάτων στην Κυψέλη. Μα, αυτό το λίγο που έζησε, το έζησε αλλιώς. Αδιαφορώντας για το δήθεν που τον περιέβαλε. Με μια αρχοντιά, που κληρονόμησε από τον πατέρα του, τον ηθοποιό Θόδωρο Έξαρχο.

Νίκος Σπιτσέρης

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Η φυγή του Αμπαζή


Η φιλολογία περί την αποχώρηση του Θοδωρή Αμπαζή από την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας δίνει και παίρνει, γεγονός που πιστοποιεί τη σημαντική δουλειά που έκανε αυτά τα δυόμισι χρόνια. Δυο απόψεις κυριαρχούν με μια κοινή συνισταμένη: την ιδιότυπη δυαρχία με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Φιλίππων Θοδωρή Γκόνη. Οι μεν κατηγορούν τη δημοτική Αρχή, που με τη στάση της στο συγκεκριμένο ζήτημα εξώθησε τον Αμπαζή στην έξοδο, ή τέλος πάντων δεν νοιάστηκε αν θα φύγει ή αν θα μείνει, ενώ οι δε, σπεύδουν να υπερασπιστούν τη δημοτική Αρχή για την επιμονή της στον Γκόνη, τονίζοντας ότι κακώς ο Αμπαζής διεκδίκησε τη διοργάνωση του Φεστιβάλ Φιλίππων, αφού όταν ανέλαβε οι ρόλοι ήταν δεδομένοι και διακριτοί. Το Φεστιβάλ Φιλίππων είχε τον δικό του καλλιτεχνικό σύμβουλο και ο Αμπαζής προσελήφθη για να αναλάβει το ΔΗΠΕΘΕ.


Όλη αυτή η συζήτηση μπορεί να μην έχει τόση μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι ο Αμπαζής, ο Γκόνης ή όποιος άλλος επαγγελματίας κληθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον πολιτισμό, ανεξάρτητα από την προσφορά του, δεν είναι υπεράνω των θεσμών. Με άλλα λόγια, χωρίς καμμία πρόθεση υποτίμησης του έργου του Αμπαζή, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία εν τέλει είναι το ΔΗΠΕΘΕ και όχι ο καλλιτεχνικός του διευθυντής. Άλλωστε, προς αυτή την κατεύθυνση δούλεψε και ο Αμπαζής και κέρδισε την καθολική αναγνώριση. Προσπάθησε να κάνει το ΔΗΠΕΘΕ υπόθεση των πολιτών, της τοπικής κοινωνίας, ανεξάρτητα από τις όποιες κατά περιόδους επιλογές της εκάστοτε διεύθυνσής του.


Εν τέλει, η ουσία της υπόθεσης δεν είναι αν ο Αμπαζής φεύγει πικραμένος για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Εξάλλου, μπορεί ούτως ή άλλως να έφευγε αφού το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας είναι πιο κοντά στον τόπο διαμονής του και μια πρόκληση για την καριέρα του. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι εν μέσω ετούτης της τόσο δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας η διοίκηση του δήμου Καβάλας επιμένει να διατηρεί δυο καλλιτεχνικούς διευθυντές στο πόδι του Δημήτρη Ιωάννου, του προηγούμενου καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ, που αυτονόητα είχε στην ευθύνη του το Φεστιβάλ Φιλίππων. Και τούτο δεν άπτεται των όποιων επιλογών της διοίκησης στον τομέα του πολιτισμού. Είναι μια διαρκής και αναίτια πρόκληση, που βαραίνει προσωπικά τον δήμαρχο Κωστή Σιμιτσή.


Νίκος Σπιτσέρης

Διάχυτη βαρβαρότητα


Ήταν φύλακας στο προαύλιο τεχνικής εταιρίας στην Αττική. Με αυτή την ιδιότητα έκανε παρατήρηση προχθές Κυριακή σε δυο άτομα γιατί δεν μάζευαν τις ακαθαρσίες του σκύλου τους. Λογομάχησαν. Λίγο αργότερα οι δυο τους επέστρεψαν και τον σκότωσαν. Όχι, δεν ήταν εγκληματίες εισαγωγής. Έλληνες ήταν οι δράστες και Έλληνα σκότωσαν. Το περιστατικό μπορεί να μην προσφέρεται για γενικότερα συμπεράσματα διότι πράγματι είναι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Ποτέ δεν ξέρεις ποια στιγμή μπορεί να γίνει το κακό. Πότε κάποιος τριχωτός πρόγονος με άγρια ένστικτα μπορεί να οδηγήσει το χέρι ακόμα και στον φόνο.

Μα, στο μεταξύ, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι κυριαρχούν οι κραυγές, οι βρισιές και ενίοτε οι μπουνιές. Κάποιες φορές ακόμα και οι μαχαιριές για μια παρατήρηση για τις ακαθαρσίες ενός σκύλου. Ο κοινωνικός ιστός έχει διαρραγεί και τούτο το νιώθει κανείς στον δηλητηριασμένο αέρα που ανασαίνει. Σε επίπεδο πολιτικής αντιπαράθεσης δεν υπάρχουν πια ομοϊδεάτες και αντίπαλοι. Πολιτικοί και κόμματα, που κάνουν σωστά ή λάθος τη δουλειά που ανέλαβαν επιτείνοντας τα αδιέξοδα που ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν μόνο πουλημένοι, εθνοπροδότες και πράκτορες ξένων δυνάμεων σε διατεταγμένη υπηρεσία.

Ανάλογη είναι η αντιμετώπιση για τα περισσότερα –αν όχι όλα- τα επαγγέλματα. Οι γιατροί θεωρούνται εξ ορισμού πουλημένοι και επίορκοι, οι δημοσιογράφοι τσιράκια της εκάστοτε εξουσίας, οι δάσκαλοι ανίκανοι και τεμπέληδες, οι δημόσιοι υπάλληλοι υπεύθυνοι για όλα τα δεινά της δημόσιας διοίκησης, οι ένστολοι φύλακες μιας αποθήκης ή ενός προαυλίου το κόκκινο πανί. Με μια λογική ισοπεδωτική, φασιστική στην ουσία. Δεν υπάρχει χώρος για δεύτερες σκέψεις. Ούτε για εξαιρέσεις. Μονοκοντυλιά διαγράφονται οι άνθρωποι όχι με βάση τον βίο τους, αλλά λόγω επαγγελματικής ιδιότητας. Τις περισσότερες φορές η περίσσια θυμού και οργής οδηγεί σε κατάφωρα άδικες συμπεριφορές. Άλλοτε φτάνει ακόμα και σε λιντσάρισμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί ακόμα και στον φόνο για μια θέση πάρκινγκ ή όπως συνέβη στο συγκεκριμένο περιστατικό για μια παρατήρηση για τις ακαθαρσίες του σκύλου στον χώρο ευθύνης του φύλακα.

Οι αιτίες για αυτή τη διάχυτη βαρβαρότητα είναι πολλές και έχουν κοινό παρονομαστή την κρίση, που όμως δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία.

Νίκος Σπιτσέρης

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Η "γερμανοσύνη" της Εθνικής Γερμανίας


Η σπουδαία Εθνική Ελλάδας κατάφερε μετά τον ανεπανάληπτο θρίαμβο του Euro του 2004 να δώσει το παρών στο επόμενο Euro, στο πρόσφατο Μουντιάλ και στα γήπεδα της Πολωνίας να περάσει στις 8 καλύτερες ομάδες της διοργάνωσης μπροστά από χώρες όπως η Ολλανδία και η Ρωσία και όμως βρέθηκαν άνθρωποι που απογοητεύτηκαν επειδή δεν ταπείνωσε τη… Μέρκελ. Αυτή η σπουδαία ομάδα του Φερνάντο Σάντος, που κατάφερε να κοιτάξει στα μάτια την καλύτερη Εθνική Γερμανίας από το μακρινό 1990, και να είναι ισόπαλη στο σκορ με 1-1 στα πρώτα 60 λεπτά του παιχνιδιού, δηλαδή στα 2/3 της διάρκειάς του και όμως κάποιοι έχουν πρόβλημα με τον βαθμό Γερμανοσύνης του Οζίλ, του Κεντίρα, του Μπόατενγκ, του Ποντόλσκι και του Κλόζε. Όλα τους παιδιά μεταναστών, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γερμανία, έμαθαν ποδόσφαιρο στη Γερμανία, άρα είναι ποδοσφαιρικά προϊόντα της Γερμανίας. Μάλιστα, αυτή η άκρως ρατσιστική προσέγγιση των πραγμάτων γίνεται στο όνομα της αντίστασης στον οικονομικό ιμπεριαλισμό της Γερμανίας και διεκδικεί και δάφνες αντίστασης στην πολιτική της Μέρκελ.

Όσον αφορά το αθλητικό μέρος του θέματος, η επιτυχία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου είναι αδιαμφισβήτητη. Η μέχρι 10 χρόνια πριν ανύπαρκτη εθνική ομάδα κατάφερε μετά τον ανεπανάληπτο θρίαμβο του 2004 να σταθεροποιηθεί ανάμεσα στις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης και του κόσμου και τούτο ούτε εύκολο είναι, ούτε ως αυτονόητο μπορεί να εκληφθεί.

Όσον αφορά το ζήτημα της «γερμανοσύνης» των παικτών της Εθνικής Γερμανίας, που είναι και το σημαντικότερο, είναι άλλο ένα απτό δείγμα της ανόδου του εθνικισμού, με τους κινδύνους που τούτο συνεπάγεται. Η «γερμανοσύνη» του Τούρκου στην καταγωγή Οζίλ, ή του Γκανέζου στην καταγωγή Μπόατενγκ δεν είναι ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη από αυτήν του Σβάϊνστάϊγκερ επειδή το πόσο Έλληνας ή πόσο Γερμανός είναι κανείς δεν είναι ζήτημα DNA. Η ωραία στην πολυχρωμία της σύνθεση της Εθνικής Γερμανίας είναι συνέπεια της πολυπολιτισμικής κοινωνίας της Γερμανίας όπου ζουν και συνυπάρχουν ειρηνικά άνθρωποι από όλες τις φυλές της γης και τούτο συνιστά τη μεγαλύτερη ήττα των απόψεων του Χίτλερ περί «αρίας φυλής» και της καθαρότητας της γερμανικής ράτσας. Όχι, πως όλα στη Γερμανία βαίνουν καλώς και πια δεν γίνονται διακρίσεις. Αλλά έχει τη σημασία του να βλέπεις έναν μαύρο με καταγωγή από την Γκάνα να φοράει τη φανέλα της Γερμανίας.

Κι όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.

Νίκος Σπιτσέρης

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Σκηνές από ταινία προσεχώς


Αυτό που συμβαίνει ετούτες τις ημέρες με τις αλλεπάλληλες συσκέψεις αντιπροσωπειών των τριών κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση, της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Αριστεράς, για τη σύνταξη της προγραμματικής συμφωνίας βάσει της οποίας θα πορευτούν είναι ένα νέο στοιχείο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Ίσως το σημαντικότερο όλων είναι ότι για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά, αυτό που λέμε πολιτική δεν εξαντλείται στα συνθήματα και στις αντιπαραθέσεις στα κανάλια αλλά μπαίνει επί της ουσίας. Τα στελέχη των τριών κομμάτων που συζητούν και ξανασυζητούν για την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, για την οικονομική πολιτική, για την άρση της βουλευτικής ασυλίας, για τη μείωση της οικονομικής ενίσχυσης των κομμάτων, για τη διάρκεια του βίου της κυβέρνησης, για το μεταναστευτικό και τον εκλογικό νόμο (σ.σ. για τα δυο τελευταία ακανθώδη θέματα οι απόψεις κάθε άλλο παρά συγκλίνουν) δεν έχουν στόχο ούτε αντιπολίτευση να κάνουν, ούτε να χαϊδέψουν αυτιά ψηφοφόρων.

Καταθέτουν θέσεις και προτάσεις για την αντιμετώπιση πολύ συγκεκριμένων προβλημάτων, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της φοροδιαφυγής, και αναζητούν την κοινή συνισταμένη με τις θέσεις των υπολοίπων ώστε να βρεθεί η «χρυσή τομή». Με άλλα λόγια πρόκειται για κορυφαία πολιτική διαδικασία όπου ούτε τα τσαλιμάκια, ούτε οι εντυπωσιασμοί βοηθούν. Προέχουν οι προτάσεις. Η δυναμική τους. Η διαπραγματευτική ικανότητα των εκπροσώπων κάθε κόμματος να πείσουν τους «αντιπάλους» για την ορθότητα των θέσεών τους.
Μα, θα αντιτείνει κανείς αυτό ξανάγινε και στην περίπτωση των κυβερνήσεων συνεργασίας της περιόδου ’89-’90 και πρόσφατα στις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ. Η διαφορά έγκειται στο ότι αυτή τη φορά η συνεργασία δεν αφορά μόνο ένα μείζον ζήτημα όπως η κάθαρση, ούτε επιβάλλεται εκ των πραγμάτων στη μέση μιας κυβερνητικής θητείας όπως συνέβη με το μνημόνιο. Μείζον ζήτημα υπάρχει και είναι η επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου και η παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ, αλλά η συγκεκριμένη συνεργασία αφορά τη διακυβέρνηση της χώρας συνολικά.

Πιθανότατα πρόκειται για σκηνές από ταινία προσεχώς. Η αποδυνάμωση των δύο μέχρι πρότινος πανίσχυρων πυλώνων του δικομματικού συστήματος επιβάλλει τέτοιες διαδικασίες και τούτο μόνο θετικό μπορεί να χαρακτηριστεί. Μα στο μεταξύ, πολλά θα κριθούν από τις επιδόσεις της συγκεκριμένης κυβέρνησης. Οι πολίτες δεν περιμένουν θαύματα, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να δεχθούν συνέχιση αυτής της πολιτικής, που ρίχνει τη χώρα στον γκρεμό. Απαιτούν αλλαγή πλεύσης. Εάν δεν δουν απτά δείγματα γραφής δεν πρόκειται να δείξουν ανοχή.

Νίκος Σπιτσέρης

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Το "σήριαλ" του Τζίμα


Οι δυο συναυλίες στη μνήμη του Μανώλη Τζίμα δεν αφορούν προσωπικά τον Τζίμα και τους συγγενείς και φίλους του. Είναι τιμή σε μια άλλη εποχή την οποία εξέφραζε ο Τζίμας με τον δικό του αυθεντικό τρόπο. Εμμένοντας να πορεύεται ως ασυμβίβαστος ρεμπέτης στην εποχή του life style και του δήθεν όταν οι συνομήλικοί του μετρούσαν τη ζωή τους με τις καταθέσεις στην τράπεζα. Αντίθετα αυτός τη μετρούσε με φίλους και καλές μουσικές. Με τον καημό του για το ΚΚΕ, χωρίς να πάψει στιγμή να χλευάζει την πουριτανική ηθική του, που το ‘ξερε καλά πως δεν ήταν επαναστατική. Αλλά η σχέση του Τζίμα με το ΚΚΕ ήταν βιωματική και δεδομένη σαν το santé άφιλτρο που του χε κιτρινίσει τα δάχτυλα και τα γένια.

Εάν δεν έφευγε τόσο πρόωρα από κοντά μας, ο Τζίμας θα υποδεχόταν τους προσκεκλημένους του στον Φάρο της Παναγίας με τα κλασικά πειράγματα, που φυλούσε για αυτούς που περισσότερο εκτιμούσε. Με τα καυστικά του σχόλια για τις «κουφάλες δημοσιογράφους», τις «κουφάλες» γιατρούς ή πολιτικούς. Με τα πειράγματα στα θηλυκά. Με την τρυφερή ματιά στους νεότερους. Με μπινελίκια νέτα σκέτα σε όσους ντεμέκ τολμούσαν να πατήσουν το πόδι τους στη γιορτή του για να πουλήσουν μούρη. Θα τους έδιωχνε δίχως δεύτερη κουβέντα.

Σαν προχωρούσε η βραδιά θα ανέβαινε στο πάλκο για να τραγουδήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τα αγαπημένα του τραγούδια. Το «Πού να χωρέσει τ’ όνειρο» του Χρήστου Λεοντή. Το «Χίλια μύρια κύματα» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Το «Μακάρι να ‘χα δυο καρδιές» του Αντώνη Κατινάρη. Το «σήριαλ» του Μάνου Λοϊζου. Το «Σαββατόβραδο» του Μίκη Θεοδωράκη. Με κείνη την ιδιαίτερη φωνή που εκτίμησε ο ίδιος ο Μίκης και τον κάλεσε τη δεκαετία του ’60 να τον ακολουθήσει σε έναν κύκλο συναυλιών. Μια συνάντηση-ορόσημο, που τον είχε σημαδέψει. Πού και πού την ανακαλούσε στη μνήμη με ένα αδιόρατο παράπονο για την πορεία που δεν έκανε. Για τις χαμένες ευκαιρίες.

Διότι ο Τζίμας δεν ήταν μόνο ρεμπέτης, μάγκας και αλάνης. Ήταν καλλιτέχνης με μια ιδιαίτερη φωνή, που –το ‘ξερε καλά- θα μπορούσε να έχει κάνει πολλά περισσότερα στον καιρό του.

Νίκος Σπιτσέρης

Σχέδιο Μάρσαλ


Ο κύβος ερρίφθη. Η κυβέρνηση συνεργασίας, που οσονούπω συγκροτείται, θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια από τις κρισιμότερες στιγμές της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Η αποστολή της δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Τα κοράκια των Βρυξελλών που εμφορούνται από έναν οικονομικό φονταμενταλισμό, που απειλεί την ίδια την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μένουν πιστά στον δογματισμό τους περί την αλήθεια των ξεσαλωμένων αγορών και της άτεγκτης δημοσιονομικής πειθαρχίας την ώρα που οι αντοχές της κοινωνίας είναι εξαντλημένες. Ο κόσμος δεν αντέχει άλλη λιτότητα. Οι περισσότεροι δεν είναι σε θέση να πληρώσουν τα χαράτσια και τις νέες φορολογικές δηλώσεις, ενώ οι όποιες καβάντζες υπήρχαν εξαντλήθηκαν προ πολλού.

Τα αποθεματικά των ταμείων κουρσεύτηκαν με τρόπο μαφιόζικο από την Πολιτεία, με την περίπτωση του ΕΔΟΕΑΠ, του ασφαλιστικού οργανισμού των δημοσιογράφων, να είναι ενδεικτική: Εν αγνοία των δημοσιογράφων η Τράπεζα της Ελλάδος λήστεψε από τα αποθεματικά του ταμείου 100 εκατομμύρια ευρώ. Οι μικρομεσαίοι φτώχυναν. Τα λουκέτα είναι στο συρτάρι όσων επιχειρήσεων δεν έχουν ακόμα κλείσει ώστε ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιηθούν. Χιλιάδες άνθρωποι προστέθηκαν στις στρατιές των ανέργων, πολλοί έχουν φύγει στο εξωτερικό αναζητώντας μια ευκαιρία για να επιβιώσουν σαν άνθρωποι και πολλοί είναι αυτοί που τον χειμώνα που έρχεται δεν θα έχουν χρήματα ούτε για τα στοιχειώδη.

Σε τούτη την τόσο κρίσιμη συγκυρία δεν αρκεί μια καλή κυβέρνηση, που για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά να λειτουργεί με την ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Δεν αρκεί ούτε η ύπαρξη σχεδίου για την έξοδο από την κρίση, ούτε η πιστή του εφαρμογή από τους καλύτερους. Τίποτα δεν πρόκειται να γίνει αν η νέα κυβέρνηση δεν καταφέρει να πείσει τους ευρωπαίους για την αναγκαιότητα ενός σχεδίου Μάρσαλ για την ανάταξη της χώρας. Ουδεμία πιθανότητα επιτυχίας υπάρχει αν δεν πέσει ρευστό στην αγορά. Μια καλή πρόταση είναι αυτή που διατύπωσε εδώ και μήνες ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης για τη δημιουργία ενός «κουμπαρά» με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ και ένα ποσό της τάξεως των 20 περίπου δισ. ευρώ με στόχο την ανάπτυξη.

Νίκος Σπιτσέρης

Κερδισμένοι και χαμένοι


Το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου επιδέχεται πολλές αναγνώσεις. Καταρχήν, η νίκη της Ν.Δ. υπό τις συνθήκες που επιτεύχθηκε δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Μέσα σε 40 ημέρες, η συντηρητική παράταξη κατάφερε να ανασυνταχθεί και από το 18,85% της 6ης Μαΐου να εκτοξευτεί στο 29,66%, κατακτώντας 129 έδρες στη Βουλή. Εξίσου θεαματική υπήρξε και η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ που από το 16,78% έφτασε στο 26,89% καταρρίπτοντας ακόμα και κείνο το θρυλικό 25% της ΕΔΑ του 1958 και κατακτώντας 71 έδρες στη Βουλή. Με άλλα λόγια, ο διπολισμός με τον ΣΥΡΙΖΑ να παίρνει τη θέση του ΠΑΣΟΚ λειτούργησε και οδήγησε τους δύο πρωταγωνιστές αθροιστικά σε ένα ποσοστό που άγγιξε το 60%. Προεκλογικά, έγινε λόγος για «καρικατούρα δικομματισμού» από στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, αλλά η ουσία είναι ότι το δίπολο λειτούργησε έστω και σαφώς εξασθενημένο σε σχέση με τα δεδομένα του πάλαι ποτέ πανίσχυρου δικομματισμού.


Πέρα από τους δυο πρώτους, πολλοί έχουν λόγους να πανηγυρίζουν. Στο ΠΑΣΟΚ γιατί ναι μεν κατέγραψαν ιστορικό χαμηλό, αλλά αυτές τις 40 μέρες που μεσολάβησαν από τις προηγούμενες εκλογές κατάφεραν να κρατήσουν αυτό το 12,28%, διαψεύδοντας σαφώς πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις. Οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες έχασαν γύρω στις 2,5 ποσοστιαίες μονάδες αλλά επίσης έδειξαν αξιόλογη αντοχή στη δοκιμασία των δυο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων. Δικαιολογημένη ικανοποίηση κυριαρχεί στις τάξεις της «Χρυσής Αυγής» που διατήρησε τις δυνάμεις της, άρα έχει ρίζες στην ελληνική κοινωνία, αλλά και στη «Δημοκρατική Αριστερά» που απεδείχθη χαλκέντερη. Η επαύξηση του ποσοστού που είχε λάβει στις 6 Μαϊου, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ προσέλκυε σαν μαγνήτης τις αριστερές ψήφους με τον αέρα του νικητή είναι ο καλύτερος οιωνός για τη συνέχεια.


Στον αντίποδα, στους χαμένους της αναμέτρησης ξεχωρίζει το ΚΚΕ, που όχι μόνο απώλεσε την πρώτη θέση στον χώρο της Αριστεράς, αλλά κατρακύλησε στο 4,5% αποκτώντας πλέον υπαρξιακές αγωνίες. Η εμμονή του Περισσού στη σταθερότητα μέχρι ακινησίας σε θέσεις και πρόσωπα καταδικάστηκε από τους ψηφοφόρους του. Εξίσου κακό ήταν το αποτέλεσμα για τους «Οικολόγους-Πράσινους» και τη «Δημιουργία Ξανά». Το πολωμένο κλίμα της δεύτερης αναμέτρησης και η κόπωση του εκλογικού σώματος τους συμπίεσε ασφυκτικά σε ποσοστά δραματικά χαμηλότερα σε σύγκριση με τις εκλογές του Μαϊου.


Νίκος Σπιτσέρης