Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Το βιβλίο των Βιβλίων



«Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» του Νίκου Μπακουνάκη

Η προσωπική περιπέτεια του Νίκου Μπακουνάκη ως διευθυντή του πρώτου ενθέτου για βιβλία στο ελληνικό Τύπο με τίτλο «Βιβλία» στο «Βήμα» είναι ένα συναρπαστικό αφήγημα για κάθε βιβλιόφιλο. Ο δημοσιογράφος και πανεπιστημιακός, βραβευμένος με κρατικό βραβείο και βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ», περιγράφει την εκδοτική πολιτική του λογοτεχνικού ενθέτου σε τρεις ενότητες: Στην πρώτη παρουσιάζει τη δική του εμπλοκή με το βιβλίο και τη δημοσιογραφία, στη δεύτερη αναφέρεται στον Χρήστο Λαμπράκη, τον εκδότη-διανοούμενο που σφράγισε  με τη δράση του τη δημοσιογραφία και την πολιτική στην Ελλάδα τον 20ο αιώνα και στην τρίτη στην πολιτική του ενθέτου. 

Από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία τα βιώματα του συγγραφέα και η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να θυμηθεί ή να γνωρίσει την εποχή των προσφορών των ελληνικών εφημερίδων τη δεκαετία του 1990, που οδήγησαν στην αυτοαπαξίωσή τους με ξυστά και κουπόνια για αγορές σε σούπερ μάρκετ, να περιηγηθεί σε τόπους που γράφτηκε η ιστορία του ελληνικού Τύπου, αλλά και του ελληνικού βιβλίου, καθώς και να «ταξιδέψει» σε σημεία αναφοράς σε όλο τον κόσμο, με εμφατικό παράδειγμα την εξαιρετική περιγραφή του νέου υπερσύγχρονου κτιρίου των New York Times. Σε όλη ετούτη τη συναρπαστική διαδρομή, ο Νίκος Μπακουνάκης αναφέρεται πολύ συχνά σε βιβλία, σε ιστορικούς εκδότες, στην ανυπαρξία πολιτικής βιβλίου στη χώρα, δίνοντας αφορμές στον αναγνώστη να αναζητήσει τίτλους βιβλίων που μπορεί να τον ενδιαφέρουν. Αλλά και να γίνει κοινωνός πολλών ανέκδοτων περιστατικών με πρωταγωνιστές συγγραφείς και διανοούμενους, που συμμετείχαν στο εγχείρημα του ενθέτου.

Μια συναρπαστική αφήγηση από έναν εξαιρετικό storyteller,  που με ένα ποτήρι λευκό κρασί στο χέρι και συνοδεία γεύσεων από το Παρίσι και την Αθήνα και το λεπτό υποδόριο χιούμορ περιγράφει με ενάργεια και πικρία και την υπαρξιακή κρίση του ελληνικού Τύπου, αλλά και την φτήνια και την ξετσιπωσιά με την οποία αντιμετωπίστηκε το βιβλίο σε τούτη τη χώρα από πολιτικές ηγεσίες, που ουδεμία σχέση είχαν ή ήθελαν να έχουν με το αντικείμενο.

Νίκος Σπιτσέρης

Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

Γράμμα στον Νεστορίδη

 

Παναγιώτη.

Έχουν περάσει πια και οι 100 μέρες κατά πώς συνηθίζεται στην πολιτική, από τότε που πέθανες, αλλά ακόμα δυσκολεύομαι να σε αποχαιρετήσω. Ξέρεις καλά πως ακόμα και τώρα είναι φορές που θέλω να σε καλέσω στο τηλέφωνο να τα πούμε για την επικαιρότητα, την Αριστερά, τη δουλειά μας. Άλλωστε, μέχρι το τέλος εργαζόσουν για ένα ακόμα καινοτόμο βήμα που θα κάναμε και πάλι μαζί. Δεν προκάναμε. Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ από το ταξίδι μιας ζωής. Ας ξεκινήσω από τα βασικά. Παναγιώτη, ήσουν «από καλά στημόνια άνθρωπος», σύμφωνα με τον εξαιρετικό τρόπο που το έθεσε ένας κοινός γνωστός. Ή όπως σωστά το έθεσε μια καλή συνάδελφος «όλοι χρωστάμε στον Παναγιώτη». Ναι φίλε. Σου χρωστάμε γιατί στη θητεία σου στον ΕΔΟΕΑΠ υπερασπίστηκες με το πάθος, την παρρησία, αλλά και την ικανότητα που σε χαρακτήριζε όλες τις υποθέσεις των συναδέλφων. Σου χρωστάμε γιατί είχες πάντα διαθέσιμο εκείνο το υπέροχο χαμόγελο και την έγνοια για όλο τον κόσμο. Σου χρωστάμε γιατί στη μακρά ενασχόλησή σου με τα συνδικαλιστικά του κλάδου σε αυτή την πρωτοφανή συγκυρία ήσουν πάντα στην πρώτη γραμμή με ιδέες, προτάσεις, αλλά και πολλή δουλειά. Σου χρωστάμε για όσα πρόσφερες στον χώρο με τη θητεία σου στη θέση του προέδρου στη ΔΕΠΘΕ σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς. Ορφανέψαμε και ήδη μας λείπει η σοφία σου. Ο αναλυτικός διαλεκτικός τρόπος που προσέγγιζες τα προβλήματα. Το «θηλυκό μυαλό» σου, που δεν σταματούσε στιγμή να παράγει πολιτική.

Ήσουν ον πολιτικό από τα γεννοφάσκια σου, ταγμένος στην υπόθεση της Αριστεράς από τα μαθητικά σου χρόνια, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στις συνεργασίες, αλλά και στον στόχο μιας Αριστεράς κυβερνώσας. Μιας Αριστεράς που δεν βολεύεται στην «καθαρότητα» θέσεων που δεν τολμούν να δοκιμαστούν σε κυβερνητικό επίπεδο. Αλλά μιας Αριστεράς έτοιμης ανά πάσα στιγμή να «βρωμίσει τα χέρια της» όχι για την εξουσία ως αυτοσκοπό, αλλά για μια εξουσία με στόχο μια καλύτερη κοινωνία. Αυτό επιχείρησες όταν αποφάσισες να θέσεις υποψηφιότητα με το ΠΑΣΟΚ το 2007. Αυτό ήταν το ζητούμενο στον αγώνα σου μέσω του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την ύστατη στιγμή. Κι ας σε πίκραναν όσοι δεν ήταν σε θέση να σε καταλάβουν. Χαμογελούσες και προχωρούσες, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν ήσουν πάντα έτοιμος να συγκρουστείς για τις ιδέες σου.

Τι να πρωτοθυμηθώ ρε Παναγιώτη; Τα επικά ξενύχτια μέχρι πρωίας με κείνες τις ατέλειωτες συζητήσεις για τα χρόνια της ΚΝΕ και του ΚΚΕ; Εκείνη τη βραδιά που γυρίσαμε με τη Σμαρώ μεσάνυχτα από τη Ρώμη και πήγαμε στο «Μινουί» στην Καμάρα και συνεχίσαμε μέχρι το ξημέρωμα; Εκείνη την «τρελή βραδιά» με τον Ψαραντώνη στο «Παλιό Ωδείο»;

Έφυγες και τα κανόνισες όλα. Οργανωτικός μέχρι το τέλος. Αλλά ρε φίλε αυτό το υπέροχο ζεστό χαμόγελό σου το πήρες για πάντα μαζί σου. Μας άφησες με τις θύμισες. Την Έφη. Τη Δώρα. Τη Φωτεινή.

Εγώ θα θυμάμαι για πάντα έναν σπουδαίο άνθρωπο, που πολύ αγάπησε τη ζωή. Τον εξαιρετικό δημοσιογράφο και τον σπουδαίο γραφιά, που ήξερε όχι μονάχα να γράφει υπέροχα, αλλά και να αναγνωρίζει, να ενθαρρύνει και να αναδεικνύει νέους συναδέλφους μέχρι το τέλος. Τον καλύτερο φίλο που είχα ποτέ. Το θηλυκό μυαλό που σκεφτόταν διαρκώς σε δύο άξονες: Την πολιτική και τον άνθρωπο. Ή μάλλον σε έναν: Την πολιτική για τον άνθρωπο.

Παναγιώτη σε χαιρετώ με στίχους του Μάνου Ελευθερίου: «Και πήρες του καιρού τ' αλφαβητάρι/και της αγάπης λόγια φυλαχτό,/για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι/και πήρες την ελπίδα και τη χάρη,/ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό/με την ελπίδα μόνο και τη χάρη...».

Νίκος Σπιτσέρης

 

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Το κάζο της Νυμφαίας

 

Αυτό που συνέβη με το κλείσιμο της τελωνειακής διέλευσης της Νυμφαίας μια Παρασκευή το μεσημέρι δεν χωρά ούτε δικαιολογίες, ούτε ερμηνείες. Είναι η απτή απόδειξη της ανυπαρξίας του στοιχειώδους σχεδιασμού από αυτούς που ανέλαβαν την ευθύνη να κυβερνήσουν τη χώρα. Είναι απτή απόδειξη της ανυπαρξίας του στοιχειώδους σχεδιασμού για την επανεκκίνηση της οικονομίας μεσούσης της πανδημίας. Ακόμα και αν τελικά η τελωνειακή διέλευση ξανανοίξει σε λίγα 24ωρα, ακόμα και αν υπάρχει χρόνος για να μην πληγεί καίρια η φετινή τουριστική περίοδος, η κυβέρνηση απόδειξε στην τελωνειακή διέλευση της Νυμφαίας το εμφατικό έλλειμμα στο κυβερνάν. Διότι χιλιάδες χρόνια πριν σε τούτη τη γωνιά του κόσμου είχε ειπωθεί με σαφήνεια από τον Αλκιβιάδη: «Το κυβερνάν εστί προβλέπειν».

 Αλλά αυτοί δεν πρόβλεψαν το προφανές. Όταν το μαύρο για τον ελληνικό τουρισμό περσινό καλοκαίρι ανοιγόκλειναν την τελωνειακή διέλευση της Νυμφαίας επικαλούμενοι την πλήρη ανυπαρξία της απαραίτητης για τους υγειονομικούς ελέγχους των διερχομένων υποδομής, απόκρυψαν το έλλειμμά τους φορτώνοντας τις ευθύνες στους προηγούμενους. Και όμως. Οι μήνες από το πρώτο lock down του Μαρτίου μέχρι τον Ιούνιο, έφταναν και περίσσευαν για τη δημιουργία μιας ζηλευτής υποδομής με fast track διαδικασίες. Αλλά πέρυσι ήταν πέρυσι. Ήταν αντικειμενικά δύσκολο να υπάρξει τουριστική κίνηση σε κείνες τις συνθήκες. Και για όσους βολεύονται με τις δικαιολογίες μπορούσε κανείς να επικαλεστεί τους προηγούμενους.

 Ετούτη τη φορά όμως δεν υπάρχει καμμία απολύτως δικαιολογία. Αυτοί που ανέλαβαν την ευθύνη να κυβερνήσουν τη χώρα, άρα αυτονόητα ήταν υποχρεωμένοι να προβλέψουν, όφειλαν να γνωρίζουν το στοιχειώδες. Ότι όλα και στη Νυμφαία και σε όλες τις τελωνειακές διελεύσεις θα κριθούν στην υποδομή. Τους το έλεγαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Τους το έλεγαν οι παράγοντες του τουριστικού τομέα στις αναρίθμητες διαδικτυακές συσκέψεις και διαβουλεύσεις. Τους το φώναζε η κοινή λογική. Αλλά, φευ, αυτοί εκώφευσαν. Δεν έπραξαν το αυτονόητο.

 Ακόμα και αν η Νυμφαία ανοίξει αύριο η ζημιά έχει γίνει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έστω και τώρα υπάρχει περιθώριο για άλλη ολιγωρία. Η τελωνειακή διέλευση της Νυμφαίας πρέπει να ανοίξει το συντομότερο με την απαραίτητη για τους υγειονομικούς ελέγχους υποδομή έστω και με κοντέινερ. Έστω και την ύστατη στιγμή. Κι όταν με το καλό η θερινή τουριστική περίοδος ολοκληρωθεί, οι κυβερνώντες οφείλουν να θέσουν σε εφαρμογή ένα συνολικότερο σχέδιο για τις τελωνειακές διελεύσεις όλης της χώρας.

 Γιατί η πρώτη εικόνα του ανθρώπου που επισκέπτεται τη χώρα είναι από μέτρια έως κακή.

Νίκος Σπιτσέρης