Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Στην Αυστραλία

Ο Παύλος φεύγει στην Αυστραλία. Δούλεψε σαν το σκυλί για χρόνια. Άνοιξε και έκλεισε διάφορες επιχειρήσεις με κείνη τη θέληση και την πίστη που τον χαρακτήριζε από τα χρόνια τα μαθητικά ότι θα πετύχει. Θα τα καταφέρει. Δεν τα κατάφερε. Έφαγε τα μούτρα του ξανά και ξανά και πήρε πια την απόφαση να δοκιμάσει την τύχη του αλλού. Κάπου, που θα ‘χει ψωμί για όλους. Κάπου που ο μικροεπαγγελματίας δεν θα είναι ο πρώτος, κύριος και συχνά μοναδικός στόχος των ελεγκτικών μηχανισμών. Πίσω του αφήνει όνειρα γκρεμισμένα. Ένα μεράκι για τον τόπο, τις μουσικές του, την προοπτική του, που μετά από απανωτά στραπάτσα έγινε παράπονο. Λυγμός. Μα και οργή για τούτη τη χώρα που τρώει τα παιδιά της. Οργή για όσους εκ του ασφαλούς βγάζουν συμπεράσματα για τον νεοέλληνα στη νοοτροπία του οποίου προσάπτουν όλα τα δεινά της έρμης χώρας. Το ξέρει καλά ότι δεν συμμετείχε στο πάρτυ.

Μπορεί να έκανε λάθος επιλογές στην προσπάθειά του να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια καλύτερη ζωή. Μπορεί να την πάτησε με κείνο το franchise, όπως τόσοι άλλοι, όταν πείστηκε ότι αγοράζει τη δοκιμασμένη συνταγή του επιχειρείν, που δεν λαθεύει. Δεν ήταν ο μόνος. Λίγα μόλις χρόνια πριν οι τράπεζες σταματούσαν στον δρόμο τους περαστικούς και τους έδιναν δάνεια για να ξεκινήσουν μια δουλειά ή για να πάρουν καινούργιο αυτοκίνητο με εξοργιστική ευκολία. Το παραμύθι του επιχειρείν μέσω του franchising ήταν τόσο καλά τυλιγμένο με τις ιλουστρασιόν σελίδες των περιοδικών και των ειδικών εκδόσεων, που δεν ήθελε και πολύ να την πατήσεις. Όχι, ο Παύλος δεν μάσησε αμάσητο το παραμύθι προσδοκώντας να γίνει ο μεγιστάνας, που θα κυκλοφορούσε στην πιάτσα με τα πούρα, τα κάμπριο και τις δίμετρες καλλονές. Μια δουλειά καλή ήθελε που να του επιτρέπει να ζει άνετα και να ονειρεύεται.

Τώρα φεύγει από την ντυμένη ξανά με τα κουρέλια Ψωροκώσταινα, που λίγα χρόνια πριν φάνταζε ως σύγχρονη ισχυρή Ελλάδα με λούσα και φορέματα δανεικά. Διωγμένος από τον τόπο του. Νικημένος. Η πίστη του για μια καλύτερη ζωή ποδοπατήθηκε από την ισχύ και την αναλγησία του κρατικού μηχανισμού.

Κάπου στο βάθος σαν να ακούγεται η φωνή του Μπιθικώτση στο απαγορευμένο επί χούντας τραγούδι του Ακη Πάνου: «Θα κλείσω τα μάτια/θ' απλώσω τα χέρια/μακριά από τη φτώχεια/
μακριά απ΄τη μιζέρια/θα πάρω την στράτα/και εγώ τη μεγάλη/θα κλείσω τα μάτια/και όπου με βγάλει".

Νίκος Σπιτσέρης

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου