Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Στου Φραγκούλια

Ουδείς εξεπλάγη εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη στην Αστυνομία της Καβάλας όταν έγινε γνωστό ότι βγήκαν μαχαίρια στην ταβέρνα του Φραγκούλια, στην οδό Καράνου. Εκείνο το παλιό κουτούκι ανεβαίνοντας την ανηφορίτσα για τα δικαστήρια, όπου τα τελευταία χρόνια στεγάζονται τα είδη υγιεινής του Καζανίδη. Τότε, τη δεκαετία του '60, πολλοί συνήθιζαν να λύνουν τις διαφορές τους με φαλτσέτα. Εξάλλου, η ταβέρνα του Φραγκούλια ήταν ένα κλασσικό κουτούκι της εποχής. Κατέβαινες δυο σκαλιά και βρισκόσουν σε ένα χώρο όπου τα κούτσουρα ήταν περισσότερα από τα τραπέζια και τις καρέκλες. Δεν ήταν μόδα μοναχά . Οι μαγαζάτορες, απηυδισμένοι από τις ζημιές που προκαλούσαν οι συχνοί καυγάδες των θαμώνων, αντικαθιστούσαν τα τραπέζια και τις καρέκλες με κούτσουρα. Ένα μεγάλο για τραπέζι και μικρότερα ένα γύρο για καθίσματα. Ηταν βολικά και ανθεκτικά στους καυγάδες.

Δυο αστυνομικοί που ήταν υπηρεσία κίνησαν να πάνε να δουν τι συνέβη στου Φραγκούλια. Μα μέχρι να πάνε, όλα ήταν ήρεμα. Οι θαμώνες κουτσόπιναν ωσάν να μη συνέβη τίποτα και ο Φραγκούλιας έκανε τη δουλειά του. Μπήκε ο ένας αστυνομικός παραμέσα, ρώτησε, έμαθε πως τα τραύματα ήταν ξώφαλτσα και πως οι πρωταγωνιστές έφυγαν. Μα ο άλλος είχε μείνει σα μαρμαρωμένος θαρρείς στο κατώφλι της εισόδου να κοιτά έναν τύπο, που κουτσόπινε σε ένα κούτσουρο. Στην Αστυνομία γύρισε μόνο αυτός που κατέγραψε το συμβάν. Ο άλλος έμεινε στο κατώφλι.

Λίγο αργότερα πλησίασε στον πάγκο και κατόπιν στο κούτσουρο, που τα 'πινε εκείνος ο άνθρωπος που είχε απομείνει να κοιτά σαν αποσβολωμένος.

- Καβαλιώτης είσαι; τον ρώτησε.

- Ναι, ήταν η ξερή απάντηση.

Γνώρισαν αμέσως ο ένας τον άλλο κι ας είχαν περάσει καμμιά δεκαπενταριά χρόνια. Δεν ξεχνιέται το πρόσωπο αυτού που θέλει να σε σκοτώσει, εξήγησε αργότερα σε φίλο του ο αστυνομικός. Στον εμφύλιο, ο αστυνομικός είχε πάρει μέρος σε μια έφοδο για την κατάληψη ενός υψώματος που υπερασπίζονταν οι αντάρτες. Αντάλλαξαν πολλά πυρά, κάποια στιγμή αστυνομικοί και αντάρτες οπισθοχώρησαν και έμειναν αυτοί οι δυο σε απόσταση βολής, ταμπουρωμένοι πίσω από δυο αγκωνάρια για ώρες. Εκείνες τις ώρες που ήταν σα να 'χε σταματήσει ο χρόνος, ο εμφύλιος σπαραγμός συμπυκνώθηκε θαρρείς στους δυο πρωταγωνιστές. Τον χωροφύλακα και τον αντάρτη.

Τελικά έφυγαν και οι δυο σώοι σαν βράδιασε. Ξαναβρέθηκαν μετά από κάμποσα χρόνια στου Φραγκούλια. Λίγο αργότερα γιόρτασαν μαζί τις γιορτές. Με την κοινή ιδιότητα του επιζώντα.

Νίκος Σπιτσέρης

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου