Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Σεγκόντο

«Απόψε σε θέλω σεγκόντο», του είπε. Μάλλον του ξανάπε μετά από αρκετές δεκαετίες. Ουδείς άλλος στο καφενείο κατάλαβε. Αλλά αυτοί τραγούδησαν πρίμο-σεγκόντο αναπολώντας μια βραδιά της δεκαετίας του ‘50 στα Λιμενάρια της Θάσου. Πρώτη φωνή (πρίμο δηλαδή) ήταν ο μικρότερος από τους δυο, που ήταν μες τους δυο τρεις καλλίφωνους που ξεχώριζαν στο χωριό. Σεγκόντο (δεύτερη φωνή) ήταν ο μεγαλύτερος, που μόλις λίγα χρόνια πριν είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Μακρόνησο. Τριάμισι χρόνια φαντάρος και όπλο δεν του δώσανε γιατί φοβούνταν μη βγει στο βουνό με τους αντάρτες. Η θητεία είχε τελειώσει, είχε γυρίσει στο χωριό και δούλευε, αλλά βρισκόταν διαρκώς υπό τον αδιάκριτο έλεγχο της αστυνομίας. «Απόψε σε θέλω σεγκόντο», του είπε ο μικρότερος μια βραδιά που είχε νταλκάδες. Ο άλλος δίστασε προς στιγμήν γιατί φοβήθηκε πιθανά μπλεξίματα. Όχι δικά του, αυτός είχε συνηθίσει πια, αλλά της παρέας. Μα ο μικρός δεν του άφησε περιθώρια. Ήταν μερακλής και ήθελε να τραγουδήσει.

Δεν ήταν ο μόνος. Την εποχή εκείνη στα Λιμενάρια συνέρρεαν εργαζόμενοι από όλη τη Βόρεια Ελλάδα για να δουλέψουν στα Μεταλλεία. Τα Λιμενάρια και τα Καλύβια έσφυζαν από ζωή όχι μόνο γιατί ήταν πολλοί οι νέοι που δούλευαν, αλλά και γιατί οι άνθρωποι τότε γλεντούσαν συχνά σα να μην υπήρχε αύριο. Οι τραυματικές μνήμες από την Κατοχή, τον πόλεμο και τον εμφύλιο είχαν επηρεάσει καταλυτικά νοοτροπίες και συμπεριφορές. Όταν ο θάνατος σου ‘χει χτυπήσει την πόρτα προσωπικά, έχει περάσει μέσα από το σπίτι σου ή τη γειτονιά σου, αντιλαμβάνεσαι αλλιώς τα πράγματα. Γλεντάς τώρα που μπορείς και αναβάλλεις τις σκέψεις για το αύριο.
Εκείνη τη βραδιά, οι δυο μερακλήδες τραγούδησαν μέχρι αργά. Όταν κάποια στιγμή πλησίασε ένας αστυνομικός, ο «σημαδεμένος αριστερός» έσπευσε να αναλάβει όλη την ευθύνη για το παραστράτημα της παραβίασης του ωραρίου, αλλά δεν χρειάστηκε. Είχε μερακλώσει και ο αστυνομικός.

Τα χρόνια πέρασαν και τα Μεταλλεία έκλεισαν. Οι δουλειές λιγόστεψαν δραματικά και πια δεν έφταναν όχι για τους εργαζόμενους από τους γύρω νομούς, αλλά ούτε καν για τους Λιμεναριώτες. Οι δυο πρωταγωνιστές της ιστορίας έφυγαν. Ο ένας για το εξωτερικό, ο άλλος βρήκε δουλειά και εγκαταστάθηκε σε έναν νομό της δυτικής Ελλάδας. Σαν βρέθηκαν ξανά μετά από δεκαετίες στο καφενείο τραγούδησαν ξανά πρίμο-σεγκόντο.

Νίκος Σπιτσέρης

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου