Εάν δεν έφευγε τόσο πρόωρα από κοντά μας, ο Τζίμας θα υποδεχόταν τους προσκεκλημένους του στον Φάρο της Παναγίας με τα κλασικά πειράγματα, που φυλούσε για αυτούς που περισσότερο εκτιμούσε. Με τα καυστικά του σχόλια για τις «κουφάλες δημοσιογράφους», τις «κουφάλες» γιατρούς ή πολιτικούς. Με τα πειράγματα στα θηλυκά. Με την τρυφερή ματιά στους νεότερους. Με μπινελίκια νέτα σκέτα σε όσους ντεμέκ τολμούσαν να πατήσουν το πόδι τους στη γιορτή του για να πουλήσουν μούρη. Θα τους έδιωχνε δίχως δεύτερη κουβέντα.
Σαν προχωρούσε η βραδιά θα ανέβαινε στο πάλκο για να τραγουδήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τα αγαπημένα του τραγούδια. Το «Πού να χωρέσει τ’ όνειρο» του Χρήστου Λεοντή. Το «Χίλια μύρια κύματα» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Το «Μακάρι να ‘χα δυο καρδιές» του Αντώνη Κατινάρη. Το «σήριαλ» του Μάνου Λοϊζου. Το «Σαββατόβραδο» του Μίκη Θεοδωράκη. Με κείνη την ιδιαίτερη φωνή που εκτίμησε ο ίδιος ο Μίκης και τον κάλεσε τη δεκαετία του ’60 να τον ακολουθήσει σε έναν κύκλο συναυλιών. Μια συνάντηση-ορόσημο, που τον είχε σημαδέψει. Πού και πού την ανακαλούσε στη μνήμη με ένα αδιόρατο παράπονο για την πορεία που δεν έκανε. Για τις χαμένες ευκαιρίες.
Διότι ο Τζίμας δεν ήταν μόνο ρεμπέτης, μάγκας και αλάνης. Ήταν καλλιτέχνης με μια ιδιαίτερη φωνή, που –το ‘ξερε καλά- θα μπορούσε να έχει κάνει πολλά περισσότερα στον καιρό του.
Νίκος Σπιτσέρης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου